ἔτρεπε

ἔτρεπε
τρέπω
Studien zum griech. Perf.
imperf ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • τροπαίος — αία, ον, Α 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην τροπή, στη μετατροπή 2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη φυγή τών εχθρών στο πεδίο τής μάχης 3. αυτός που προξενεί φυγή ή ήττα, φοβερός («Ἕκτορος ὄμμασι τροπαῖοι» φοβεροί στα μάτια τού Έκτορος,… …   Dictionary of Greek

  • ἔτρεφ' — ἔτρεφε , τρέφω thicken imperf ind act 3rd sg ἔτρεπε , τρέπω Studien zum griech. Perf. imperf ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”